- μνήστρια
- μνήστρια, η (Α)1. θηλ. τού μνηστήρ*2. προξενήτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησ-τήρ + επίθημα -τρια (πρβλ. πλάσ-τρια).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μνήστριαν — μνήστρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομνήστριαι — αἱ, Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «αἱ ύμνοῡσαι τὴν θεὰν ἱέρειαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μνήστρια, θηλ. τού μνηστήρ] … Dictionary of Greek